- συναριθμητέον
- συναριθμητέονone must count inmasc acc sgσυναριθμητέονone must count inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναριθμητέα — συναριθμητέον one must count in neut nom/voc/acc pl συναριθμητέᾱ , συναριθμητέον one must count in fem nom/voc/acc dual συναριθμητέᾱ , συναριθμητέον one must count in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναριθμητέος — συναριθμητέον one must count in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)